ἐλελίχθων

ἐλελίχθων
ἐλελίχθ-ων, ον, gen. ονος, (ἐλελίζω *a)
A earth-shaking,

τετραορία Pi.P.2.4

; Ἐλέλιχθον, i.e. Poseidon, ib.6.50:—in S.Ant.153 Dionysus is called ὁ Θήβας ἐ. because the ground shook beneath the feet of his dancing bands.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελελίχθων — ἐλελίχθων, ο (Α) 1. αυτός που σείει τη γη 2. επίθ. τού Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και τού Βάκχου τού οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη …   Dictionary of Greek

  • ἐλελίχθων — earth shaking masc/fem nom sg ἐλελίζω 1 whirl round perf imperat mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλελίχθονα — ἐλελίχθων earth shaking neut nom/voc/acc pl ἐλελίχθων earth shaking masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλελίχθονος — ἐλελίχθων earth shaking gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”